- διαμεστόω
- διαμεστ-όω,A fill full, ib.939a4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμεστώσῃ — διαμεστόω fill full aor subj mid 2nd sg διαμεστόω fill full aor subj act 3rd sg διαμεστόω fill full fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)